- πυροξυλίνη
- η, Νχημ. άλλη ονομασία τής νιτροκυτταρίνης που χρησιμοποιείται, συνήθως, στην περίπτωση τών άλλων εφαρμογών της εκτός από εκείνην τής εκρηκτικής ύλης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyroxylin < pyro- (< πῦρ) + xyl- (< ξύλο) + κατάλ. της χημ. ορολογίας -in. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ξ. Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.